- οινοχοώ
- (ΑΜ οἰνοχοῶ, -έω) [οινοχόος]είμαι οινοχόος, χύνω κρασί στα κύπελλα τών συνδαιτυμόνων, κερνώ κρασίαρχ.1. παρέχω άφθονα, με γεναιοδωρία κάτι («πολλήν... καὶ ἄκρατον τοῑς πολίταις ἐλευθερίαν οἰνοχοῶν», Πλούτ.)2. ενεργώ ώστε να ρεύσει από κάπου κρασί («τὴν Κασταλίαν oἰνoχοῆσαι», Φιλοστρ.)3. (φρ. «οἰνοχοῶ νέκταρ» — κερνώ νέκταρ.
Dictionary of Greek. 2013.