οινοχοώ

οινοχοώ
(ΑΜ οἰνοχοῶ, -έω) [οινοχόος]
είμαι οινοχόος, χύνω κρασί στα κύπελλα τών συνδαιτυμόνων, κερνώ κρασί
αρχ.
1. παρέχω άφθονα, με γεναιοδωρία κάτι («πολλήν... καὶ ἄκρατον τοῑς πολίταις ἐλευθερίαν οἰνοχοῶν», Πλούτ.)
2. ενεργώ ώστε να ρεύσει από κάπου κρασί («τὴν Κασταλίαν oἰνoχοῆσαι», Φιλοστρ.)
3. (φρ. «οἰνοχοῶ νέκταρ» — κερνώ νέκταρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οἰνοχοῶ — οἰνοχοέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰνοχοέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοχόῳ — οἰνόχοος cupbearer masc dat sg οἰνοχόος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… …   Dictionary of Greek

  • διοινοχοώ — διοινοχοῶ ( έω) (Α) [οινοχοώ] δίνω εντολή στον οινοχόο να προσφέρει κρασί στους καλεσμένους …   Dictionary of Greek

  • ενοινοχοώ — ἐνοινοχοῶ, έω (Α) διαφ. γραφή αντί οινοχοώ* χύνω κρασί μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • οινοχοεύω — οἰνοχοεύω (Α) [οινοχόος] οινοχοώ …   Dictionary of Greek

  • οινοχόημα — οἰνοχόημα τὸ (Α) [οινοχοώ] 1. ο οίνος που προσέφερε στους συνδαιτυμόνες, ο οινοχόος 2. (κατ* επέκτ.) ο οίνος που προσφερόταν δωρεάν 3. εορτή κατά την οποία προσφερόταν οίνος …   Dictionary of Greek

  • παροινοχοώ — έω Α [οινοχοώ] στέκομαι κοντά σε κάποιον και χύνω κρασί στο κύπελλο του, κερνώ κάποιον κρασί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”